оправдываться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

оправдываться - translation to Αγγλικά


оправдываться      

I


• That prediction was borne out (or justified).


II


см. ничем не ~

offer excuses      

общая лексика

оправдываться

explain away      

[ik'spleinə'wei]

общая лексика

оправдываться

фразовый глагол

общая лексика

отделываться (поверхностным) объяснением

оправдываться

отговариваться

Ορισμός

оправдываться
несов.
1) Доказывать свою правоту, невиновность.
2) Подтверждаться на деле, оказываться правильным, истинным, основательным.
3) Возмещаться, окупаться чем-л. равноценным (об утратах или затратах).
4) Страд. к глаг.: оправдывать (1,2).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για оправдываться
1. - Оправдываться - не оправдываться - это на уровне психологии.
2. Представители государства пытались оправдываться.
3. Отставленному Левитину оставалось только оправдываться.
4. Незадачливому министру экономики пришлось оправдываться.
5. Да, Долгов не привык оправдываться, тем более что и оправдываться-то ему не в чем.
Μετάφραση του &#39оправдываться&#39 σε Αγγλικά